Γίντις

Γίντις
Γλωσσική διάλεκτος που ομιλείται από τη μεγάλη πλειοψηφία των Ασκεναζίμ Εβραίων και γράφεται με εβραϊκούς χαρακτήρες. Στην αρχαιότερη φάση της αποτελούσε μία παραλλαγή της μεσαιωνικής γερμανικής γλώσσας με εβραϊκά και νεολατινικά λεξιλογικά στοιχεία. Με τις μεταναστεύσεις των Εβραίων της Γερμανίας διαδόθηκε αργότερα στην ανατολική Ευρώπη και από εκεί σε όλες τις περιοχές όπου είχαν διασκορπιστεί οι Εβραίοι της ανατολικής Ευρώπης. Από τον 13o αι. και μετά μπορεί να γίνει λόγος για λογοτεχνία γ., στην αρχή με μεταφράσεις της Βίβλου και διασκευές έργων από άλλα είδη λογοτεχνίας και αργότερα με πρωτότυπα κείμενα· ανάμεσά τους ξεχωρίζουν τα διηγήματα, τα μυθιστορήματα και τα θεατρικά έργα. Σήμερα η διάλεκτος γ. χρησιμοποιείται ευρύτατα ακόμα και στη λογοτεχνία, κυρίως στις ΗΠΑ και στο Ισραήλ. θέατρο γ. Εβραϊκό θέατρο σε διάλεκτο γ. που άκμασε κατά τον 19o αι. Τα πρώτα έργα που γράφτηκαν σε γ. ανάγονται στις αρχές του 18ου αι. και είχαν διδακτικό σκοπό, αλλά μόνο στις αρχές του 19ου αι. αναπτύχθηκε στην κεντροανατολική Ευρώπη ένα είδος θεάματος που περιλάμβανε απαγγελίες ποιημάτων, παραδοσιακούς ψαλμούς και χορούς. Τα πρώτα κείμενα που προορίζονταν για απαγγελία ήταν τα Purimspiela, γραμμένα για τις εβραϊκές γιορτές του Πουρίμ, αλλά ο πρώτος θίασος δημιουργήθηκε στη Ρουμανία πολλά χρόνια αργότερα από τον Αμπραάμ Γκολντφάντεν (1876). Αφού εργάστηκε πολλά χρόνια και έκανε πολλές περιοδείες, ο θίασος διαλύθηκε με διαταγή των αρχών και πολλοί από τους ηθοποιούς του κατέφυγαν πρώτα στο Λονδίνο και έπειτα στις ΗΠΑ όπου βρήκαν συνθήκες πιο κατάλληλες για τη δημιουργία νέων θιάσων. Το θέατρο γ., που μπορούσε να υπολογίζει στο μεγάλο κοινό των Εβραίων μεταναστών, επιβλήθηκε οριστικά μετά το 1900 χάρη στη συνεργασία άριστων ηθοποιών, όπως o Ντέιβιντ Κέσλερ, o Μόρις Μόσκοβιτς και ο Μαξ Ρόζενταλ. To δραματολόγιο γ. περιλάμβανε πρωτότυπα έργα, αλλά και διασκευές κλασικών ή σύγχρονων θεατρικών έργων. Στην περίοδο μεταξύ των δύο παγκόσμιων πολέμων σημειώθηκε αξιόλογη άνθηση με τη συνεργασία συγγραφέων, σκηνοθετών και ηθοποιών που εργάστηκαν με ενθουσιασμό. Το θέατρο γ. συνεχίζει να υφίσταται σήμερα στις ΗΠΑ και στο Ισραήλ, αλλά θέατρα και θίασοι υπάρχουν επίσης στην Πολωνία και στη Ρουμανία. Το εβραϊκό θέατρο σε διάλεκτο γίντις άκμασε τον 19ο αι. Στη φωτογραφία, σκηνή από το έργο «20.000» του Σαλόμ Αλέχεμ (Σ. Ραμπίνοβιτς).
* * *
η
η Γερμανοεβραϊκή, το γλωσσικό ιδίωμα τών Εβραίων τής κεντρικής και βόρειας Ευρώπης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. Yiddish)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Εβραίοι — Αρχαίος σημιτικός λαός από τη Χαλδαία, που εγκαταστάθηκε κατά τα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. στη Γη της Χαναάν. Η ονομασία του οφείλεται, κατά την παράδοση, στον Έβερ, απόγονο του Σημ, γιου του Νώε. Οι Ε. ονομάζονταν επίσης και Ισραηλίτες, όνομα… …   Dictionary of Greek

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

  • Άνσκι, Σλόιμ — (Schloime Ansky, 1863 – 1920). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Πολωνού δραματουργού εβραϊκής καταγωγής Σόλομον Σάνγουιλ Ράποπορτ (Solomon Seinwill Rapoport). Έγραψε στα ρωσικά και στην εβραϊκή διάλεκτο γίντις. Το έργο στο οποίο οφείλει κυρίως τη φήμη… …   Dictionary of Greek

  • Γκολντφάντεν, Άμπρααμ — (Abraham Goldfaden, Στάραγια Κωνσταντίνα, Ρωσία 1840 – Νέα Υόρκη 1908). Ρώσος θεατρικός συγγραφέας, εβραϊκής καταγωγής. Υπήρξε ο ιδρυτής του επαγγελματικού εβραϊκού θεάτρου σε γλώσσα γίντις. Σπούδασε στο ραβινικό ιεροδιδασκαλείο του Ζιτομίρ.… …   Dictionary of Greek

  • Άγκνον, Σαμουήλ Ιωσήφ — (Μπούκρατς Γαλικίας 1888 – Ιερουσαλήμ 1970). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Ισραηλινού συγγραφέα Σαμουήλ Ιωσήφ Κζάκζες. Άρχισε να γράφει αρκετά νέος διηγήματα και ποιήματα στη γίντις, στην Ιερουσαλήμ. Το 1912 δημοσίευσε το πρώτο του μυθιστόρημα… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Κέσλερ, Ντέιβιντ — (David Kessler, Βεσσαραβία 1860 – Νέα Υόρκη 1920). Αμερικανός ηθοποιός του θεάτρου, εβραϊκής καταγωγής. Συμετείχε σε πολλά έργα γνωστών συγγραφέων (Γκόρντιν, Λίμπιν κ.ά.) ερμηνεύοντας τους ρόλους του στην εβραϊκή διάλεκτο γίντις (yiddish) και… …   Dictionary of Greek

  • Λιθουανία — Κράτος της βορειοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλτική χερσόνησο. Συνορεύει Β με τη Λετονία, Α και Ν με τη Λευκορωσία, ΝΔ με την Πολωνία, Δ με τη Ρωσία, ενώ στα ΒΔ βρέχεται από τη Βαλτική Θάλασσα.Η Λ. είναι ένα από τα κράτη της Bαλτικής. Βρίσκεται στο… …   Dictionary of Greek

  • Μιούνι, Πολ — (Paul Muni, καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Meshulom Meyer Weisenfreund, Λέμπεργκ, Αυστρία 1895 – Σάντα Μπάρμπαρα, Καλιφόρνια 1967). Αμερικανός ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Γιος ηθοποιών που έπαιζαν σ’ έναν θίασο γίντις στην Αυστρία,… …   Dictionary of Greek

  • Σόλομ - Αλέιχεμ — Ψευδώνυμο του Εβραίου συγγραφέα Σόλομ Νοχούμοβιτς Ραμπινόβιτς (1859 1916). Φοίτησε σε εβραϊκό σχολείο στοιχειώδους εκπαίδευσης και σε ρωσική μέση σχολή στο Περεγιασλάβ. Έγραψε στην εβραϊκή, τη γιντίς και στη ρώσικη γλώσσα. Στις αρχές της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”